ὑψώσεως

ὑψώσεως
ὑψώσεω̆ς , ὕψωσις
a raising high
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • вышеньѥ — ВЫШЕНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Гордость, высокомерие: симь ли зазираѥши б҃у. сего ли дѣлма мниши горша. им же понѩвицею препо˫асаѥтсѩ. и ѹмываѥть ногы ѹч҃нкмъ. и каже(т) вгодивыи путь вышенью смѣреньѥ. ˫ако погорбльша˫асѩ ради к земли д҃ша низить. да и с… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • σταυρίτης — ο, Ν ονομασία τού μήνα Σεπτεμβρίου, γιατί η πιο μεγάλη γιορτή κατά τη διάρκειά του είναι τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σταυροφάνεια — ἡ, Μ 1. η εορτή τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού 2. λιτάνευση τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φάνεια (< φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκρο φάνεια] …   Dictionary of Greek

  • Έδεσσας, Πέλλας και Αλμωπίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα της την Έδεσσα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 139 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Έδεσσας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”